Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ. Charley Brindley
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ - Charley Brindley страница 5
Αυτή η γειτονιά της Φιλαδέλφεια χτίστηκε το 1930, και αποτελούνταν από μικρά σπιτάκια στοιχισμένα και απ’ τις δύο μεριές του ελικοειδή δρόμου, με σφεντάμια ζάχαρης να προσφέρουν τη σκιά τους στα πεζοδρόμια. Όλα τα σπίτια, εκτός απ’ αυτό, ήταν καθαρά και τακτοποιημένα, με περιποιημένες αυλές.
Κοίταξε ψηλά τη σαραβαλιασμένη υδρορροή, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.
Πώς μπορεί κανείς να τα αφήσει όλα να διαλυθούν έτσι;
Η πόρτα έτριξε ανοίγοντας, και μπροστά του εμφανίστηκε μια νεαρή γυναίκα.
Ο Ντόνοβαν ένιωσε να τον φυσά ένα απαλό τροπικό αεράκι από την καταγάλανη Καραϊβική.
Δεν έκαναν καμία διαφορά το μακιγιάζ και τα κουρέματα σε γυναίκες σαν εκείνη. Παρόλο που δεν ήταν βαμμένη και τα καστανοκόκκινα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε κοτσίδα με ένα κόκκινο λαστιχάκι, στην κλίμακα που ξεκινάει από την ελκυστική στην χαριτωμένη, στην όμορφη, στην πανέμορφη και εκθαμβωτική, ήταν τουλάχιστον μια πεντάμορφη και μισή.
Τον κοίταξε από το πρόσωπό του στην ταυτότητα που κρεμόταν γύρω απ’ το λαιμό του.
Δεν τη χρειαζόταν την ταυτότητα, απλώς τη φορούσε για να φαίνεται πιο επίσημος. Η διάφανη πλαστική θήκη της περιείχε μια φωτογραφία του, με τη λέξη ΤΥΠΟΣ γραμμένη σε έντονη γραμματοσειρά. Κάτω απ’ τη φωτογραφία του υπήρχαν με μικρά γράμματα κάποιες περιγραφικές φράσεις. Μέχρι και γραμμοκώδικα είχε κατά μήκος της αριστερής πλευράς της κάρτας. Αυτοαποκαλούνταν μεταξύ άλλων, ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Μια ολοκαίνουργια φωτογραφική μηχανή Canon ήταν κρυμμένη στο χαρτοφύλακά του, στην περίπτωση που τη χρειαζόταν.
Έμεινε καρφωμένος στα μάτια της για μια στιγμή. «Λ-Λέγομαι...» Η φωνή του, υπό άλλες συνθήκες σίγουρη και σταθερή, κόμπιαζε και κοβόταν. Ξεκίνησε πάλι απ’ την αρχή. «Λέγομαι Ντ-Ντόνοβαν».
Η γυναίκα κοίταξε το χέρι του, το οποίο εκείνος είχε τεντώσει για χειραψία, και κινήθηκε πλάγια, για να τον προσκαλέσει μέσα.
Περιφρονητικό, σκέφτηκε. Η συμπεριφορά αυτή μόλις της κόστισε διπλή χρέωση.
Είχε ξαναδεί ανθρώπους σαν αυτή, αλαζόνες και ψωνισμένους, απλά επειδή είναι όμορφοι.
Κρίμα.
Στο εσωτερικό του μπροστινού δωματίου, παρατήρησε την απλή διακόσμηση.
Η γυναίκα –περίπου είκοσι ετών– στεκόταν μπροστά του, με τα χέρια σταυρωμένα.
«Να ξεκινήσουμε, λοιπόν;», τη ρώτησε.
Ένευσε καταφατικά, και κατευθύνθηκε προς έναν διάδρομο στα αριστερά της.
Εκείνος σήκωσε τους ώμους αδιάφορα, και την ακολούθησε.
Βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο με ανοιχτή την πόρτα. Στο δωμάτιο καθόταν ένας ηλικιωμένος άνδρας σε μια άθλια πολυθρόνα, που φαινόταν σα να είχε έρθει μαζί με αυτόν και το σπίτι από το 1930. Είχε κρύψει πίσω απ’ τα αυτιά του λίγα λεπτά γκρίζα μαλλιά, και τα μάτια του είχαν το χρώμα ξεφτισμένου