Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ. Charley Brindley
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ - Charley Brindley страница 9
Ο Ακέλα κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του προς τον Μέτοα, που καθόταν στην πρύμνη του αριστερού κύτους κρατώντας το κουπί του μέσα στο νερό. Του έκανε σήμα προς τα βορειοανατολικά, λίγο πιο δεξιά από την τωρινή τους κατεύθυνση.
Ο Μέτοα έγνεψε, και μετατόπισε το κουπί του για να πάρει την καινούργια πορεία.
Τα άλλα δύο σκάφη, που βρίσκονταν πίσω στα αριστερά και δεξιά απ’ τα απόνερα του αρχηγικού κανό του Ακέλα, άλλαξαν κι αυτά την πορεία τους για να τον ακολουθήσουν.
«Εάν το νέο νησί δεν είναι πυκνοκατοικημένο, μπορεί να μας υποδεχτούν με ahima’a2», είπε η Χίουα Λάνι.
Η Καρίκα αποκεφάλισε ένα κοκκινόψαρο που σπαρταρούσε. «Με γεύμα»; Γέλασε. «Ναι, με εμάς για το κυρίως πιάτο».
Γέλασαν και οι άλλες γυναίκες, αλλά η Χίουα Λάνι όχι. «Κανίβαλοι; Σαν εκείνους τους βάρβαρους από το Νούκου Χίβα;
«Μάλλον». Η Καρίκα καθάρισε το κοκκινόψαρο και πέταξε τα εντόσθια μέσα σε ένα κομμένο νεροκολόκυθο. «Ποιος ξέρει τί διαβολικά πράγματα παραμονεύουν σε μερικά απ’ αυτά τα απομονωμένα νησιά».
Η Χίουα Λάνι έκοψε έναν αρτόκαρπο. «Ελπίζω να παραμονεύουν μερικοί φιλικοί νέοι άντρες σε αυτά τα νησιά».
«Χίουα Λάνι», της απάντησε η Καρίκα, «έχουμε ήδη τέσσερις πολύ καλούς νέους άντρες πάνω στα κανό μας».
Η Χίουα Λάνι τίναξε τα μακριά μαύρα μαλλιά της πάνω απ’ τον γυμνό ώμο της. «Είναι όλοι τους τόσο ανώριμοι. Θα προτιμούσα να παντρευτώ κανίβαλο».
«Κοίτα εκεί». Η Καρίκα έδειξε δυτικά με το μαχαίρι της, σε ένα σημείο όπου μαύρα σύννεφα σχημάτιζαν μια γραμμή πάνω απ’ τον ορίζοντα της μπλε θάλασσας.
«Λοιπόν», μίλησε η Χίουα Λάνι, «τουλάχιστον θα έχουμε καθαρό νερό απόψε». Σηκώθηκε και πέταξε τον αρτόκαρπο στα πεινασμένα γουρούνια.
«Ναι». Η Καρίκα κοίταξε με ένα γρήγορο βλέμμα το μπροστινό αρμάτωμα, όπου πριν μερικά λεπτά κάθονταν ο άντρας και η κόρη της. «Υποθέτω πως θα ‘χουμε».
Ο Ακέλα στάθηκε όρθιος στην καμπύλη του αριστερού κύτους, με τα χέρια του να σκεπάζουν τα μάτια καθώς παρατηρούσε την καταιγίδα.
Η μικρή Τεβίτα, δίπλα του, μιμούνταν τον πατέρα της.
Στη διάρκεια των βροχών, οι γυναίκες σχημάτιζαν την αχυροσκεπή σε κωνικό σχήμα ώστε το νερό της βροχής να πέφτει μέσα σε άδειες καρύδες. Όταν γέμιζαν, τις έκλειναν με ξύλινα καπάκια και τις αποθήκευαν στο κάτω μέρος των κανό.
Πριν ξεκινήσουν το μακρινό τους ταξίδι, οι γυναίκες είχαν τρυπήσει πενήντα φρέσκες καρύδες, είχαν στραγγίσει το υγρό τους για να το χρησιμοποιήσουν για μαγείρεμα, και τις τοποθέτησαν πάνω σε διάφορες μυρμηγκοφωλιές. Μέσα σε λίγες μέρες, τα μυρμήγκια είχαν καθαρίσει το εσωτερικό των καρυδών επιτυχώς, αφήνοντας πίσω καθαρά και ανθεκτικά σκεύη για την αποθήκευση πόσιμου νερού.
Μόλις γέμιζαν οι καρύδες από το νερό που κατέβαινε από το στέγαστρο, έπλεναν τα παιδιά