.
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу - страница 12
Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων.
Φευ! Η Ακτή χαμηλή τη φωνή της απεκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον όλα τα πολυδαίδαλα μυστικά τα αφορώντα το ανάκτορον και ένα έκαστον των προσερχομένων.
Εκεί κάτω ευρίσκεται η σκεπαστή στοά, της οποίας οι στύλοι και αι πλάκες είναι ακόμη κόκκινοι από το αίμα, με το οποίον εκηλιδώθη η λευκότης των, όταν ο Γάιος Καλιγούλας έπεσεν υπό την μάχαιραν του Κασσίου· εκεί επνίγη η σύζυγος του και το τέκνον του συνετρίβη επάνω εις το λιθόστρωτον.. Εκεί, υπό την πτέρυγα εκείνην των ανακτόρων, υπάρχει μία υπόγειος φυλακή, όπου ο νεώτατος Δρούσος, κατατρυχόμενος υπό της πείνης, έτρωγε τους καρπούς των χειρών του· εκεί ο Κλαύδιος εστρεβλώθη σπαράσσων· εκεί εθρήνει ο Γερμανικός.
Η Ακτή εσιώπησε.
Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά.
Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον.
Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της. Και τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας. Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ' ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα. Ως εν ονείρω είδεν επί των τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα δεξιά της.
Αριστερά της, μία φωνή μυστική, φωνή γνωστή ωμίλησε:
– Χαίρε, η ωραιοτέρα των παρθένων επί της γης, το ωραιότερον των άστρων εν ουρανοίς· χαίρε, ω θεσπεσία Γαλλίνα!
Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.
Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις ηδυνήθη να αρθρώση: