Quo Vadis. Генрик Сенкевич
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич страница 19
«Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας! Χριστέ, σώσον μας!»
Ο Ατακίνος, όστις κατ' αρχάς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την έκτακτον ταύτην κίνησιν, κατελήφθη υπό ανησυχίας. Οι δαδούχοι ηναγκάζοντο να επαναλαμβάνουν συχνότερον εκάστοτε την κραυγήν των: «Τόπον διά το φορείον του ευγενούς τριβούνου!» Οι άγνωστοι εστενοχώρουν το φορείον τόσον πλησίον, ώστε ο Ατακίνος έδωκε διαταγήν να τους διώξωσι με ραβδισμούς. Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν.
Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων, των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ' εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί.
Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον, ανετρέποντο, εποδοπατούντο.
Ο Ατακίνος συνέλαβε μίαν φαεινήν ιδέαν· προ παντός έπρεπε να πάρη πίσω την Λίγειαν και να φύγη αφίνων τους άλλους εις την τύχην των.
Την έσυρεν από το φορείον, την έδραξε με τους δύο βραχίονας και προσεπάθησε να φύγη βοηθούμενος από το σκότος.
Αλλ' η Λίγεια εφώναξε:
– Ούρσε! Ούρσε! Ενδεδυμένη λευκά ήτο εύκολον να διακρίνεται. Με τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του, οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός.
Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε συντρίμματα. Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι σύντροφοί του είχον σκορπισθή.
Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν.
Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας.
Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν.
– Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους.
Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, τοις είπε:
– Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου.
Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του. Ο Πετρώνιος και η Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, επαναλαμβάνων:
– Έπρεπε να είνε τώρα εδώ!.. Έπρεπε να είναι εδώ!.
Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν.
Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και ήρχισαν να οιμώζουν.
– Άαχ!..