Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta

Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta страница 13

Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta

Скачать книгу

σπασμένης μποτίλιας, χωρίς να προσέχει στο κακό που γίνουνταν γύρω της. Και πλάγι στην πόρτα, ο αρχικαγκελάριος με δυο υπασπιστές, που βαστούσε ο καθένας από ένα σκεπασμένο πανέρι, περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει ο καβγάς, για να μιλήσουν του Βασιλιά.

      Η Ειρηνούλα ρίχθηκε μεταξύ στις αδελφές της.

      – Παύσετε για το Θεό! παρακάλεσε. Είναι ντροπή αυτά που κάνετε.

      Οι φωνές σας ακούονται ως έξω!

      Οι Βασιλοπούλες σταμάτησαν σαστισμένες, και η μια άφησε τα μαλλιά της άλλης.

      – Πού βρέθηκες εσύ, μικρούλα; ρώτησαν οι δυο μαζί.

      Ο Βασιλιάς σήκωσε την κορώνα από τη μύτη του και χαμογέλασε της Ειρηνούλας.

      – Καλώς την! είπε ημερεμένος. Ήσουν περίπατο; Δε σε είδαμε σήμερα.

      Η Βασίλισσα, απασχολημένη με τα γυαλάκια της, μήτε γύρισε να δει.

      – Μαζί μου ήταν, είπε το Βασιλόπουλο. Και θέλω να σου μιλήσω αμέσως, πατέρα.

      – Μπα; Και συ εδώ είσαι; Πού γυρνούσες; ρώτησε ο Βασιλιάς.

      – Σε πολλά μέρη, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Κι έμαθα κάμποσα πράγματα που πρέπει να τα ξέρεις.

      – Αν είναι διασκεδαστικά, πες τα αμέσως, ειδεμή άστα για αργότερα. Βαριούμαι σκοτούρες.

      Και κάθησε στην πολυθρόνα και σκούπισε το μέτωπο του με το μανίκι του ποκαμίσου του, που έβγαινε από το ξέσχισμα του ρούχου του.

      – Όχι, πατέρα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Διασκεδαστικά δεν είναι. Μα πρέπει να τ' ακούσεις.

      Με το χέρι τον παραμέρισε ο Βασιλιάς.

      – Ύστερα μου τα λες, είπε. Τώρα έλα συ, Πανουργάκο, και πες μου τι θέλουν αυτοί οι δυο πανεροφορτωμένοι.

      Ο αρχικαγκελάριος ζύγωσε και υποκλίθηκε.

      – Είναι οι δυο υπασπιστές που είχα στείλει την περασμένη εβδομάδα στα γειτονικά βασίλεια, εξήγησε. Γύρισαν επιτέλους, κι έφεραν τις απαντήσεις των Αρχόντων συγγενών σου.

      – Ας σιμώσουν, πρόσταξε ο Βασιλιάς.

      – Πολύδωρε! φώναξε ο αρχικαγκελάριος.

      Ο πρώτος υπασπιστής ακούμπησε το πανέρι του χάμω και γονάτισε μπροστά στον Άρχοντα.

      – Αφέντη, είπε, πήγα στο παλάτι του Άρχοντα εξαδέλφου σου και του είπα όσα μου είχε προστάξει η Εξοχότητά του, ο κυρ-αρχικαγκελάριος. Από τις πρώτες λέξεις που είπα, μ' έβρισε και με φοβέρισε πως θα με κρεμάσει και θα με δώσει στα σκυλιά του να με φάνε. Ύστερα με ξαναφώναξε και με ρώτησε πολλά πράματα για το παλάτι και για σένα. Στο τέλος μου είπε να πάρω αυτό το πανέρι και να σου το φέρω, μα πως ήταν το τελευταίο δώρο που σου έστελνε, γιατί, λέει, χτίζει καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά, και δεν έχει φλουριά περισσευούμενα να στέλνει έξω από τον τόπο.

      Ο Βασιλιάς άναψε, στενοχωρέθηκε, φρένιασε.

      – Τον αυθάδη! ξεφώνισε φοβερίζοντας με το γρόθο του τον απόντα συγγενή του. Χτίζει, λέει, καράβια και αγοράζει, λέει, σπαθιά! Ας τολμήσει να το ξαναπεί, και ρίχνω μέσα στο βασίλειο του εκατό χιλιάδες στρατό, και κατεβάζω από το ποτάμι όλο το θεόρατο στόλο μου, έτσι που να τα χάσει από την τρομάρα του…

      Κι έξαφνα αλλάζοντας τόνο:

      – Ξεσκέπασε

Скачать книгу