Ο Βίος του Χριστού. Farrar Frederic William
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Ο Βίος του Χριστού - Farrar Frederic William страница 37
Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Και το έδειξε με αποφασιστικόν τρόπον.
«Τι εμοί και σοι, γύναι;» Αι λέξεις φαίνονται τραχείαι και απότομοι, αλλά τούτο οφείλεται εν μέρει εις τους τρόπους μας και εν μέρει εις τας νεωτέρας μας γλώσσας. Το «γύναι» ήτο τόσον αβρόν και ευλαβές εις την Αραμαϊκήν γλώσσαν, εις ην ωμίλει πιθανώς ο Κύριος. Και επί του Σταυρού ακόμη είπε το «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και το «τι εμοί και σοι,» είναι κατά γράμμα μετάφρασις κοινής Αραμαϊκής φράσεως (μαχ λι βελάκ), η οποία λύει μεν το ζήτημα και κόπτει τον λόγον, αλλ' όμως μετέχη αβρότητος και φιλοφροσύνης. Η δε φιλοφροσύνη αύτη θα επετάθη ακόμη διά του τόνου και του βλέμματος του Ιησού, διό και η Παρθένος, χωρίς ποσώς να προσβληθή ή να λυπηθή, εστράφη προς τους διακονούντας και είπεν: – Ό,τι σας λέγη κάμετε.
Εκεί ήσαν υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι, διά την ανάγκην του συνήθους λουτρού και της καθαριότητος των ποδών και των χειρών, όπως είθιστο μετά πάσαν οδοιπορίαν και προ του δείπνου εν τη Παλαιστίνη. Αι υδρίαι αύται εχωρούσαν ανά μετρητάς δύο ή τρείς, τουτέστιν ως δεκαπέντε γαλλόνια. Ο Ιησούς διέταξε τότε τους υπηρέτας·
– «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος». Και τας εγέμισαν ως επάνω. Είτα ο Ιησούς διέταξε ν' αντλήσουν εκ του περιεχομένου και να το φέρουν εις τον αρχιτρίκλινον, ήτοι τον συμποσίαρχον. Ο άνθρωπος, άμα εγεύθη το ύδωρ το οποίον είχε μεταβληθή εις οίνον, τω παντοδυνάμω πνεύματι του Χριστού, και δεν ήξευρε πόθεν τούτο – μόνον οι υπηρέται το ήξευραν, οι οποίοι είχον γεμίσει οι ίδιοι τας υδρίας, και πάλιν οι ίδιοι εκένωσαν εκ των υδριών εις αγγείον μικρότερον – εστράφη προς τον νυμφίον και του λέγει ευθύμως: – Κάθε άνθρωπος βάλλει πρώτον τον καλόν οίνον, και όταν οι καλεσμένοι μεθύσουν, τότε τον χειρότερον· συ όμως εφύλαξες τον καλόν οίνον τελευταίον.
Τούτο