Quo Vadis. Генрик Сенкевич
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Quo Vadis - Генрик Сенкевич страница 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Οι δύο φίλοι ανέβησαν εις το φορείον και διέταξαν να τους φέρωσιν εις την Κώμην Πατρίκιος, εις την οικίαν του Αούλου.
Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως.
Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν, προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός.
– Σκέπτομαι, είπεν, εάν η νύμφη σου δεν είναι αργυρώνητος ποίος την εμποδίζει να καταλίπη την στέγην του Πλαυτίου και να έλθη μαζί σου; Θα την χορτάσης με έρωτα και με πλούτη καθώς έκαμα εγώ διά την θεσπεσίαν μου Χρυσόθεμιν.
Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν.
– Όχι;.. ηρώτησεν ο Πετρώνιος. Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος.
– Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος.
– Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου;
– Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας δύο φοράς. Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της δεξαμενής. Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς.
Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.
– Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά σου;
– Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η υγεία αλλού. Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ' εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου2.
– Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος;
Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν
Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της
2
Ο Φαύνος ήτο θεός των αγρών.