Οι Απόκληροι. Owen Jones
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Οι Απόκληροι - Owen Jones страница 16
Ήθελε να τα σκοτώσει και να τα φάει για να μην τολμήσουν τι; Να πετάξουν; Αλλά γιατί;
Δεν ήξερε, αλλά έτσι ένιωθε. Δεν είχε κάποιο νόημα γι' αυτόν. Ήθελε να τα σκοτώσει γιατί τολμούσαν να πετάξουν; Γιατί; Μήπως ήθελε να τα φάει; Άρχισε να πεινάει, αλλά δεν του φαινόταν σωστό. Τα απεχθανόταν κι ήθελε να τα σκοτώσει που τολμούσαν να πετάνε στον χώρο του.
Ένα παλιό ρητό έπαιζε στο κεφάλι του: «Οι αετοί δεν τρώνε μύγες», αλλά δεν θυμόταν από πού το είχε ακούσει. «Οι αετοί ίσως όχι», σκέφτηκε «αλλά εγώ ναι». Αλλά μετά σταμάτησε. «Ούτε οι άνθρωποι τρώνε κουνούπια, σωστά; Φυσικά κι όχι».
Οι σκέψεις του γύριζαν σαν καρουζέλ στο μυαλό του. Μερικές έρχονταν στο προσκήνιο για λίγα λεπτά, σκέψεις για κίνδυνο και τροφή κι υπήρχαν κι άλλες που εξαφανίζονταν αμέσως, αφού το μυαλό του ήταν κατακλυσμένο από τις σκέψεις τροφής και κινδύνου.
Ήθελε να μάθει αν ήταν φυλακισμένος ή όχι, οπότε μπουσούλησε μέχρι την πόρτα. Η ανάγκη για ελευθερία ήταν ακατανίκητη. Δοκίμασε την πόρτα επιφυλακτικά. Άνοιξε και βγήκε έξω. Το πλατύσκαλο στο οποίο βρέθηκε φωτιζόταν μόνο από το φως του φεγγαριού κι ένιωθε ελεύθερος σαν πουλί.
Ατένισε μπροστά του και έβλεπε για χιλιόμετρα σε τρεις κατευθύνσεις. Άκουγε φωνές από κάτω και αναγνώρισε το μέρος με το τραπέζι στο οποίο έτρωγε ώρες πριν. Άκουσε τις οικείες φωνές και μάντεψε ότι πρέπει να ήταν των ανθρώπων από πριν, της οικογένειάς του. Τους άκουγε και καταλάβαινε πολύ καλά, αλλά δεν ενδιαφερόταν. Κοίταξε τον ουρανό και την απόσταση και το μυαλό του ανυψώθηκε. Ένιωθε καταχαρούμενος να μην πατάει στο έδαφος και να είναι ελεύθερος.
Ξαφνικά τα αετίσια μάτια του εντόπισαν κάποια κίνηση στη γη και το μυαλό του σκέφτηκε «κίνδυνος ή φαγητό». Κοίταξε προσεκτικά προς τα κάτω και αναγνώρισε την κίνηση της νεαρής, της κόρης του Γουάν; Όχι, Ντιν; Ακουγόταν σωστό. Ίσως να μην υπήρχε κίνδυνος, αλλά ούτε φαγητό.
Η Ντιν σταμάτησε, κοίταξε ψηλά, έδειξε τον Χενγκ και φώναξε τη μητέρα της, η οποία ήρθε αμέσως μαζί με τους άλλους. Ίσως δεν ήταν φυλακισμένος, αλλά δεν υπήρχε διέξοδος.
«Χενγκ, τι κάνεις όρθιος και γυμνός; Θα μπορούσες να φορέσεις ρούχα τουλάχιστον!»
«Γιατί, γυναίκα; Δεν είμαι όμορφος ή μήπως είμαι φυλακισμένος;»
«Φυσικά κι είσαι όμορφος, αλλά ή κόρη σου δεν είναι ανάγκη να σε βλέπει γυμνό και δεν είσαι φυλακισμένος. Πώς σου ήρθε αυτό; Μπες μέσα, δεν είναι ωραίο να κυκλοφορείς γυμνός. Είσαι ακόμα άρρωστος, θα σε βοηθήσω να ξαπλώσεις. Ή μήπως θες να κατέβεις να κουβεντιάσουμε;»
Ο Χενγκ δεν ήξερε. Η αλήθεια είναι ότι απολάμβανε τη θέα κι ήταν χαρούμενος εκεί, οπότε δεν είπε τίποτα.
Η Γουάν άρχισε να τον πλησιάζει προσεκτικά με σιγανά βήματα σαν να ήθελε να πιάσει ένα κοτόπουλο χωρίς να το φοβίσει. Ο Χενγκ φαινόταν ανήσυχος, αλλά δεν είχε πού να πάει. Δεν ήθελε να πάει πάλι μέσα και το πλατύσκαλο δεν ήταν μακριά, οπότε ανέβηκε στα κάγκελα με σκοπό να σκαρφαλώσει στη στέγη.Όταν η Γουάν ήταν μόλις τρία βήματα μακριά, πήδηξε στην ταράτσα, έχασε την ισορροπία