Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta

Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta страница 3

Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta

Скачать книгу

έξαφνα, βλέποντας πως τα κλάματα κοκκίνιζαν τη μύτη της, σταμάτησε, χαμογέλασε του καθρέφτη της, και σοβαρά βάλθηκε να στερεώσει στη ζώνη της ένα μεγάλο τενεκεδένιο άστρο.

      Ο Βασιλιάς σηκώθηκε και χτύπησε το κουδούνι. Μα κανένας δεν παρουσιάστηκε. Ξαναχτύπησε, και πάλι κανένας δεν ήλθε.

      Τότε θύμωσε και βγήκε στο κατώφλι και άρχισε να βροντά τα πόδια του στο πάτωμα και να φωνάζει με θυμό:

      – Στο διάβολο, τέτοιοι υπηρέτες σαν τους δικούς μου! Θα σας κόψω ολωνών το κεφάλι!

      Τρομαγμένος και τρεχάτος έφθασε ο αρχικαγκελάριος.

      Γύρω στο λαιμό του κουδούνιζε μια τενεκεδένια αλυσίδα.

      – Αφέντη, να συγχωρήσεις το δούλο σου… άρχισε.

      – Πού είναι όλοι οι μασκαράδες οι υπηρέτες; διέκοψε οργισμένος ο Βασιλιάς. Γιατί δεν αποκρίνεται κανένας σαν κουδουνίζω;

      Έξαφνα, βλέποντας την αλυσίδα ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

      – Τι μου κάθισες στο λαιμό σου, στη θέση της χρυσής σου αλυσίδας; ρώτησε.

      Ο αρχικαγκελάριος κοκκίνισε, ψέλλισε, μπερδεύτηκε, τα έχασε και σώπασε.

      – Τι λες; αναφώνησε ο Βασιλιάς. Την πούλησες; Και γιατί;

      – Για να δειπνήσει η Αφεντιά σου χθες, αποκρίθηκε ο αρχικαγκελάριος με χαμηλή φωνή, χαιρετώντας ως κάτω.

      – Α!.. Χμ!.. καλά, είπε ο Βασιλιάς. Σε συγχωρώ αυτή τη φορά.

      Τυλίχθηκε με μεγαλείο στο σχισμένο του μανδύα κι εξακολούθησε:

      – Δώσε διαταγή να φωνάξουν τον αρχικελάρη. Ο λαιμός μου είναι κατάξερος, και θέλω να τον γλυκάνω με το τοπάζι νησιώτικο κρασί που το ζούλευε ακόμα και ο Βασιλιάς ο θειος μου! Ύστερα πρόσταξε τον αρχιτραπεζιέρη να στρώσει ευθύς το τραπέζι. Τι μας έχει και περιμένομε; Η ώρα πέρασε.

      Σκυμμένος ως κάτω στάθηκε ο αρχικαγκελάριος ακίνητος.

      – Με ακούς λοιπόν; είπε ο Βασιλιάς σηκώνοντας ακόμα ψηλότερα το βασιλικό του κεφάλι. Τι περιμένεις;

      – Αφέντη… ο αρχικελάρης σου έφυγε και το κελάρι είναι αδειανό.

      – Τι λες; φώναξε ο Βασιλιάς.

      – Τι λες; επανέλαβε η Πικρόχολη.

      Και ξεχνώντας κακιώματα και πείσματα μπροστά στο φόβο της νηστείας, ξεπετάχθηκε από την καρέγλα της, ενώ οι παρακόρες παρατούσαν τα μαλλιά της Βασίλισσας και σίμωναν και αυτές, ανήσυχες, ν' ακούσουν.

      Ο αρχικαγκελάριος υποκλίθηκε λίγο πιο βαθιά, μα δεν αποκρίθηκε.

      Ο Βασιλιάς έξυσε νευρικά τη φαλάκρα του και η κορώνα έγειρε μελαγχολικά στο αριστερό του αυτί.

      Κάπως μουδιασμένος ρώτησε:

      – Φαγί έχει;

      Ο αρχικαγκελάριος, χωρίς ν' ανασηκωθεί, άνοιξε τα δυο του χέρια κι έδειξε του Βασιλιά πως ήταν άδεια.

      Ο Άρχοντας κατάλαβε. Άφησε το επιτακτικό του ύφος, μαζί με το χρυσοκέντητο λιωμένο μανδύα του που κρεμάστηκε πίσω, αξιοθρήνητος στον κουρέλιασμα του.

      Έκανε μερικούς γύρους στο δωμάτιο, ύστερα κάθησε σε μια κουτσή και τρύπια χρυσή πολυθρόνα, και με μια σπρωξιά, στέλνοντας την κορώνα από το αριστερό του αυτί στο δεξί, είπε με απόφαση:

Скачать книгу