Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta

Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta страница 6

Παραμύθι χωρίς όνομα - Penelope Stephanou Delta

Скачать книгу

πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.

      – Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.

      Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε λαφριά.

      – Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.

      Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια.

      Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.

      Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά.

      – Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;

      – Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά.

      – Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά.

      Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.

      – Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο.

      Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.

      – Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.

      Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα.

      Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά.

      – Κρίμα!.. Κρίμα!.. Κρίμα!..

      Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;

      Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε.

      Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.

      – Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!

      Στο περιβολάκι η κυρα-Φρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα.

      Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια.

      – Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιουν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλα μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας.

      Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή.

      – Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;

      Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.

      – Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα.

      Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.

      – Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;

      Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:

      – Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του.

      Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.

      – Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.

      – Σε

Скачать книгу