Ορδεσ. Stephen Goldin
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Ορδεσ - Stephen Goldin страница 10
Αφή. Τα ακροδάχτυλά του μυρμήγκιαζαν, υπήρχε ένα τρέμουλο στους καρπούς του, οι δικέφαλοί του χαλάρωσαν, μετά από το υπεράνθρωπο τέντωμα που υπέστησαν.
Όραση. Το χρώμα επανήλθε σε εκείνο του κανονικού κόσμου κι η ταχύτητα επανήλθε στα συνήθη επίπεδα. Αλλά, δεν έβλεπε κάτι να κινείται. Έβλεπε μόνο το σώμα της γυναίκας του, που κείτονταν άψυχο στη μέση του πατώματος.
Ο Στόουναμ στεκόταν εκεί, ούτε ήξερε για πόση ώρα. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο, αναζητώντας τα συνήθη πράγματα που υπήρχαν εκεί, αποφεύγοντας το πτώμα, που ήταν στα πόδια του. Όχι για πολύ, όμως. Υπήρχε κάτι το τόσο αποκρουστικά ενδιαφέρον στο πτώμα της Στέλλα, το οποίο ανάγκαζε το βλέμμα του να γυρίζει σ’ αυτό, από όπου κι αν περιπλανιόταν.
Άρχισε και πάλι να σκέφτεται. Γονάτισε αργά-αργά στο πλευρό της γυναίκας του κι αφουγκράστηκε για να βρει έναν παλμό, ο οποίος ήξερε ότι δεν υπήρχε. Το χέρι της ήδη ήταν ελαφρά κρύο στην αφή (ή ήταν η φαντασία του;) και κάθε υποψία ζωής είχε φύγει. Πήρε γρήγορα το χέρι του και στάθηκε πάλι όρθιος.
Πήγε προς τον καναπέ, κάθισε κάτω και κοίταξε για πολύ ώρα τον απέναντι τοίχο. Τίτλοι ειδήσεων του κραύγαζαν: ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ. Τα χρόνια που σχεδίαζε προσεκτικά την πολιτική του καριέρα, που σχεδίαζε να κάνει χάρες σε ανθρώπους, ώστε κι εκείνοι να έκαναν, σαν ανταπόδοση, κάποια χάρη σε εκείνον, να πηγαίνει σε ατελείωτα βαρετά πάρτι και δείπνα...τα έβλεπε όλα να χάνονται μπροστά του, μέσα στη δίνη της καταστροφής. Κι έβλεπε πολλά, άδεια χρόνια μπροστά του, γκρίζους τοίχους και σιδερένια κάγκελα.
«Όχι», φώναξε. Κοίταξε κάτω, κατηγορώντας το άψυχο σώμα της γυναίκας του. «Όχι. Θα το ήθελες αυτό, έτσι; Αλλά δε θα το αφήσω να συμβεί, δε θα το κάνω αυτό. Έχω πολλά και σημαντικά πράγματα που θέλω να κάνω, προτού φύγω».
Μία αναπάντεχη ηρεμία επικράτησε στο μυαλό του και είδε καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Διέλυσε το τσιγάρο που είχε πετάξει η γυναίκα του κι ακόμη σιγόκαιγε. Μετά πήγε στο ράφι με τα μαχαιροπήρουνα και πήρε ένα μαχαίρι τεμαχίσματος από τον τοίχο, κρατώντας το μαντήλι του γύρω από τη λαβή, ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα. Πήγε έξω κι έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το σκοινί απλώματος. Γύρισε στην καλύβα, έδεσε τα χέρια της γυναίκας του πίσω και λύγισε το σώμα της μπροστά, ώστε να μπορέσει να δέσει τα πόδια της στο λαιμό της.
Παίρνοντας πάλι το μαχαίρι, χάραξε προσεκτικά το λαιμό της Στέλλα. Το αίμα έσταζε από το λαιμό της, αλλά δεν πετάχτηκε, γιατί, πλέον, δεν το αντλούσε η καρδιά. Έκοψε βαθειά τα στήθη της και έκανε μία τεράστια χαρακιά, πάνω από το φουστάνι της, μέχρι τη βουβωνική χώρα. Για ασφάλεια, έκοψε αδίστακτα την κοιλιακή της χώρα, το πρόσωπο και τα χέρια. Έβγαλε τα μάτια της από της κόγχες, προσπάθησε να κόψει και τη μύτη της, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, για το μαχαίρι που είχε.
Στη συνέχεια, βούτηξε το μαχαίρι στο αίμα της κι έγραψε πάνω σε έναν τοίχο «Θάνατος στα γουρούνια». Τέλος, διέλυσε