Ορδεσ. Stephen Goldin
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Ορδεσ - Stephen Goldin страница 13
Ο Μάσκεν ήπιε τον καφέ του με μεγάλες γουλιές. Στο ενδιάμεσο από τις γουλιές αυτές, πέρναγε μεγάλα διαστήματα κοιτώντας επίμονα και προσεκτικά τον τοίχο απέναντί του. Πρέπει να θυμόταν ότι είχε συναντήσει την κα. Στόουναμ – δε θυμόταν το μικρό της όνομα – μία ή δύο φορές σε κάποια πάρτι ή δείπνα. Θυμόταν ότι τη θεωρούσε μία από τις λίγες γυναίκες, που είχαν μετατρέψει το γεγονός ότι ήταν σχεδόν μεσήλικας, σε προτέρημα αντί σε μειονέκτημα, καλλιεργώντας στον εαυτό της ένα ιδιαίτερο ώριμο μεγαλείο. Φαινόταν να είναι καλός άνθρωπος και λυπόταν που ήταν νεκρή.
Αλλά, λυπόταν ακόμη πιο πολύ που τύγχανε να είναι σύζυγος του Γουέσλι Στόουναμ. Αυτό μπορούσε να προκαλέσει άπειρα μπερδέματα. Ο Στόουναμ ήταν ένας άντρας που είχε ανακαλύψει τη σπουδαιότητά του και περίμενε να έρθει η ώρα να την ανακαλύψει κι ο κόσμος. Δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά έκανε και τα χρήματά του να μετρούν, με την έννοια της επιρροής. Γνώριζε τους σωστούς ανθρώπους κι οι πιο πολλοί από αυτούς τους χρωστούσαν κάποιου είδους χάρη. Κυκλοφορούσε κι η φήμη ότι ήταν υποψήφιος ακόμη και για τη θέση του Συμβουλίου, από την οποία θα παραιτούνταν σε λίγες ημέρες ο Κότμαν. Αν σε συμπαθούσε ο Στόουναμ, οι πόρτες άνοιγαν ως δια μαγείας. Αν σε έπαιρνε με στραβό μάτι, τότε οι πόρτες έκλειναν με βία στα μούτρα σου.
Ο Μάσκεν δούλευε στην αστυνομία εδώ και 37 χρόνια κι ήταν Σερίφης, τα τελευταία έντεκα. Του χρόνου, θα έβαζε υποψηφιότητα για να επανεκλεγεί. Ίσως, θα ήταν σοφό να τα πηγαίνει καλά με το Στόουναμ, ό, τι κι αν σήμαινε αυτό. Δεν ήξερε, ακόμη, καμία λεπτομέρεια για την υπόθεση, αλλά ήδη είχε ένα προαίσθημα μέσα του, ότι τα πράγματα θα ήταν άσχημα. Κάτι μουρμούρισε, μέσα από τα δόντια του, για τη μοίρα των αστυνομικών.
«Πώς είπατε, Σερίφη;», ρώτησε ο Τζόου.
«Τίποτα», γρύλισε ο Μάσκεν. Τελείωσε τον καφέ του μονορούφι, κοπάνισε την κούπα στον πάγκο και βγήκε από το εστιατόριο.
Πίσω στο Τμήμα, η αναφορά περίμενε πάνω στο γραφείο του, όπως είχε ζητήσει. Δεν έλεγε πολλά πράγματα. Μία κλήση ήρθε στις 03:07 π.μ. αναφέροντας ένα φόνο. Η κλήση έγινε από τον κο. Γουέσλι Στόουναμ, ο οποίος καλούσε από την οικία του κου. Έιμπρααμ Γουάιτ. Ο Στόουναμ είπε ότι η γυναίκα του δολοφονήθηκε από ομάδα ή ομάδες αγνώστων, ενόσω έμενε μόνη της στην παραθαλάσσια καλύβα. Ο Στόουναμ έφθασε στον τόπο του εγκλήματος, περίπου στις 2:30 κι ανακάλυψε το πτώμα της, αλλά, επειδή η τηλεφωνική γραμμή ήταν κομμένη, έπρεπε να καλέσει από το γείτονά του. Εστάλη περιπολικό για έρευνα.
Ο κος Στόουναμ συνάντησε τον αστυνόμο, που θα έκανε την έρευνα, στην πόρτα της καλύβας. Μέσα, ο αστυνόμος βρήκε το πτώμα, που με δυσκολία αναγνωρίστηκε ότι ήταν η σύζυγος του Στόουναμ, με δεμένα χέρια και πόδια, το λαιμό της σκισμένο, τα μάτια της να έχουν αφαιρεθεί, και το στήθος και τα χέρια της κομμένα, με βία. Υπήρχε πιθανότητα για σεξουαλική κακοποίηση, καθώς η περιοχή του εφηβαίου ήταν σκισμένη. Οι αλλοιώσεις στο χρώμα του προσώπου της και τα σημάδια στο λαιμό της ήταν ενδείξεις στραγγαλισμού, αλλά δεν υπήρχαν άλλες ενδείξεις μάχης, μέσα στην καλύβα. Δίπλα