Ατροποσ. Federico Betti
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Ατροποσ - Federico Betti страница 16
«Δεν πρέπει να αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο. Θα το έχουμε υπόψη, ευχαριστώ».
Όταν τελείωσε η τηλεφωνική συνομιλία, ο Τζαμάνι πήγε να ψάξει τον Φινόκι, για να του αναφέρει τα τελευταία νέα που είχε λάβει.
«Μου φαίνεται ότι αυτό το πράγμα, θα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο», είπε ο πράκτορας.
Ο Επιθεωρητής συγκατένευσε.
«Κι αν η κοπέλα είχε, για κάποιο λόγο, κουραστεί από τον τρόπο που πήγαιναν τα πράγματα; Για κάποιο λόγο, που εμείς δεν γνωρίζουμε, μπορεί να ήθελε να…»
«Αυτοκτονήσει;»
«Ναι».
«Χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημείωμα με εξηγήσεις;»
Και οι δύο έμειναν σκεπτικοί. Μετά, ο Τζαμάνι είπε, κάπως απρόθυμα: «Ίσως να πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή».
«Με ποια έννοια;»
«Να ακολουθήσουμε τα βήματά μας, να κάνουμε πάλι ερωτήσεις σε όλους και να προσπαθήσουμε να επαναξιολογήσουμε κάθε στοιχείο, που έχουμε στη διάθεσή μας, γνωρίζοντας για τη μελατονίνη».
«Καταλαβαίνω», είπε ο Φινόκι.
«Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο», τον προέτρεψε ο Επιθεωρητής. «Κάνουμε επανεκκίνηση και ξεκινάμε από το μηδέν».
«Μπορώ να σας αφήσω αυτό», ρώτησε το κορίτσι μία κυρία που είδε κάτω στην είσοδο του σπιτιού της, ενώ επέστρεφε.
Η κυρία την ευχαρίστησε, διπλώνοντας και βάζοντας το φυλλάδιο, μέσα στην τσάντα της.
Κι εκείνη την ημέρα, το κορίτσι είχε κάνει το καθήκον της και ήταν ευχαριστημένο, γιατί ο άντρας με τον οποίο μίλησε κι ο οποίος της ανέθεσε αυτή τη δουλειά, της είχε εξηγήσει ότι μπορούσε να βγάλει χρήματα, κάνοντας κάτι χρήσιμο για την κοινωνία και για το οποίο πολύς κόσμος θα μπορούσε να την ευχαριστεί, συναντώντας της στον δρόμο.
Όταν έφτασε στο σπίτι, εξήγησε στους γονείς της ότι δεν της είχε μείνει ούτε ένα φυλλάδιο και ότι, αφού έπινε ένα χυμό φρούτων, θα έτρεχε να κάνει τα μαθήματα της επόμενης ημέρας.
Βλέποντάς την ευτυχισμένη, εκείνοι αισθάνονταν περήφανοι για εκείνη.
XV
Λίγο πριν την ώρα του δείπνου, ο Τζαμάνι δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα της Λουτσία Μιστρόνι.
«Σας ενοχλώ;», ρώτησε ευγενικά η γυναίκα.
«Δεν με ενοχλείτε καθόλου. Πείτε μου, σας ήρθε κάτι στο μυαλό, που θα μπορούσε να βοηθήσει τη δουλειά μας;»
«Ίσως, αλλά δεν είμαι σίγουρη».
«Εξηγήστε μου».
«Κάθε μέρα σκέφτομαι ξανά και ξανά την κόρη μου, τι μπορεί να της συνέβη και γιατί. Προσπαθώ να θυμηθώ αν τυχόν μου είχε μιλήσει για κάποιο συγκεκριμένο γεγονός και, ίσως, υπάρχει κάτι…»
«Τι πράγμα;»
«Θυμάμαι ότι μία μέρα μου τηλεφώνησε, για να μου πει ότι το βράδυ θα περνούσε από το σπίτι μου, για να μου φέρει κανόλι Σικελίας. Μου αρέσουν πολύ και το ήξερε, έτσι κάθε τόσο σταματούσε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο και μου αγόραζε μερικά. Και, τελικά, εκείνη