Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ. Charley Brindley
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Η Τελευταία Θέση Στο Χίντενμπουργκ - Charley Brindley страница 7
«Αλλά πως αυτό το κάνω»;
«Πρέπει να πάρετε τον κύριο Μάρτιν... έχετε αναπηρικό καροτσάκι»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Θα πρέπει να αγοράσετε μια αναπηρική καρέκλα για τον κύριο Μάρτιν... έχετε αυτοκίνητο»;
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Τότε θα πρέπει να τηλεφωνήσετε σε ταξί να έρθει να παραλάβει τον κ. Μάρτιν και να τον πάει στα γραφεία του Τμήματος Υποθέσεων για Βετεράνους, ώστε να δώσει το όνομά του, τον βαθμό –»
«Που είναι αυτό το καρότσι»;
Ο Ντόνοβαν κοίταξε προς την πόρτα. «Είναι εδώ η μητέρα σας»;
«Καμία μητέρα».
«Ο πατέρας σας»;
«Κι οι δύο χάθηκαν, όλοι παρά ένας, μόνο ο προπάππους και η Σάντια».
«Πού είναι η Σάντια»;
Ζάρωσε το φρύδι της. «Εδώ είμαι».
«Εσύ είσαι η Σάντια»;
Ένευσε καταφατικά. «Πριν δύο βδομάδες, ο προπάππους έκανε αυτό, εκείνο, φέρνει το φαγητό σπίτι, πληρώνει ρεύμα, νερό και προσέχει κι εμένα. Αλλά τώρα μόνο που προσπαθώ να προσέχω τον προπάππου και όλα τα άλλα χωρίς λεφτά».
Ο Ντόνοβαν ήταν σιωπηλός για λίγη ώρα. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση αυτή τη φορά;
«Γιατί με καλέσατε»;
«Σε βρήκα στο κίτρινο βιβλίο».
«Για να δω».
Έφυγε απ’ το δωμάτιο και γύρισε με τον τηλεφωνικό κατάλογο. Άνοιξε το βιβλίο σε μια σελίδα με τσαλακωμένη την άκρη της. «Εδώ τον αριθμό σου».
Κοίταξε τη διαφήμιση. ‘Δικηγόρος Υποθέσεων Αποζημιώσεων Αναπηρίας. Μίλτον Σ. Μαγκουάιρ. Βρίσκουμε τη θεραπεία στους δύσκολους διαπληκτισμούς της αναπηρίας σας. 555-2116.’
«Χμμ...» Πήρε το βιβλίο και το ξεφύλλισε. «Εδώ είναι η δική μου διαφήμιση· ‘Μετάφραση κώδικα Μπράιγ για τους τυφλούς. Ντόνοβαν Ο’ Φάλον. 555-2161’». Της το έδειξε. «Μετατοπίσατε τα τελευταία νούμερα και αντί να πάρετε τον δικηγόρο σας, πήρατε εμένα».
Η Σάντια κοίταξε τη διαφήμιση, αλλά εκείνος έβλεπε πως δυσκολευόταν να καταλάβει τί είχε συμβεί.
«Μεταφράζω εκτυπωμένα κείμενα σε κώδικα Μπράιγ, αλλά κάνω κι άλλα πράγματα».
Η Σάντια τον κοίταξε στα μάτια για αρκετή ώρα. «Άρα δε θα με βοηθήσεις»;
Το χρώμα των ματιών της ήταν κάτι ανάμεσα στο μπλε της λίμνης Άλπαϊν και του βαθυγάλανου ουρανού τα όμορφα καλοκαιρινά πρωινά.
«Συγνώμη», της απάντησε. «Δεν μπορώ εγώ να κάνω κάτι».
Στάθηκε ένα λεπτό, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει κάτι. «Εντάξει τότε». Τον συνόδευσε στην πόρτα.
Όταν βγήκαν στη βεράντα, κοίταξε τα προβληματισμένα της μάτια για μια στιγμή. «Αντίο, Σάντια».
«Αντίο, Ντόνοβαν Ο’ Φάλον».
Έκανε ένα βήμα πίσω, κι άφησε την πόρτα να κλείσει αργά, φαινομενικά σαν από δική της βούληση, τελειώνοντας με μια απαλή έκλειψη της εικόνας της.
Εκείνος παρατήρησε την ξεφτισμένη μπογιά και τη νιφαδωτή σκουριά στο σημείο όπου την είδε τελευταία φορά. Μια αμυδρή αίσθηση απώλειας τον τραβούσε