δρόμον, όστις φέρει εις το χωρίον Ναΐν, και την κορυφήν του λόφου, εφ' ου είναι εκτισμένη η Ναζαρέτ. Η κορυφή αύτη δεν στολίζεται σήμερον υπό χριστιανικού τινος μνημείου· μολύνεται δυστυχώς από το άθλιον, το κατεστραμμένον, το απαίσιον κενοτάφιον αφανούς τινος μωαμεθανού αγίου. Βεβαίως δεν υπάρχει σήμερον εν Ναζαρέτ κανέν δεκαετές παιδίον, όσον μελαγχολικόν και αναίσθητον και αν υποτεθή, το οποίον να μη ανήλθε πολλάκις εις την κορυφήν εκείνου του λόφου· και βεβαίως κατά τους παλαιοτέρους χρόνους δεν είνε δυνατόν να ευρέθη έν παιδίον, το οποίον να μη ηκολούθησε το κοινότατον ένστικτον της ανθρωπίνης φύσεως και να μη ανερριχήθη εις εκείνας τας θυμοφύτους κλιτύας και να μη έφθασεν εις την κορυφήν, από την οποίαν παρουσιάζεται ένα θέαμα τόσον μαγευτικόν της μεγάλης πόλεως της πολυανθρώπου. Ο λόφος υψούται εις ύψος εξακοσίων ποδών άνωθεν της επιφανείας της θαλάσσης. Τετρακοσίους ή πεντακοσίους πόδας κάτω απλούται η ευδαίμων κοιλάς. Η άποψις εκ μέρους τούτου θα εθεωρείται εις πάσαν χώραν του κόσμου θελκτική και ερασμία· προσδέχεται δε έν θέλγητρον μάλλον απερίγραπτον εκ της πεποιθήσεως ημών ότι, εκεί, εν τω μέσω των ανθέων του όρους, ριπιζόμενος υπό της αύρας, ήτις ηνέμιζε την κόμην εκ των κροτάφων του, ο Ιησούς παρηκολούθει πολλάκις διά των οφθαλμών την πτήσιν των αετών εις τον κυανούν αιθέρα και ανέτεινε την κεφαλήν του προς τα άνω εις το άκουσμα του κρότου των πτερύγων της μακράς σειράς των πελαργών, των αεροπορούντων από τον χείμαρρον Κισών προς την λίμνην της Γαλιλαίας. Και οίον θέαμα εξηπλούτο προ αυτού από τον χλοάζοντα εκείνον λόφον, όστις εμυρόνετο από τας αποπνοίας του θύμου! Δι' αυτόν πας αγρός και πάσα συκή, οι φοίνικες και οι κήποι, αι οικίαι και αι συναγωγαί ήσαν γνώριμα αντικείμενα· και υπέρ πάσας τας άλλας οικίας, με τας τετραγώνους στέγας των, ο οφθαλμός του θα προσηλούτο ευδαιμόνως εις το μικρόν κατάλυμμα του τέκνονος. Προς βορράν, κάτω της πολίχνης, έκειτο η στενή και εύφορος πεδιάς η σήμερον καλουμένη Ελ-Βουτέφ, από μέσα από την οποίαν ορθούνται οι δενδρόφυτοι λόφοι της Νεφθαλείμ· και περίοπτος εις ένα εκ τούτων ήτο η Σαφέδ, «η πόλις η επί λόφου εκτισμένη». Υπεράνω τούτων, μακράν εις τον ορίζοντα, το όρος Ερμών, ύψωνεν εις την κυανήν ατμόσφαιραν τον μεγαλοπρεπή όγκον των κολοσσαίων νώτων του, των λευκών από τας αιωνίους χιόνας. Προς ανατολάς εις απόστασιν ολίγων μιλίων, ωρθούτο η πράσινη και στρογγυλή κορυφή του Θαβώρ, πλήρης δρυών. Προς δυσμάς, ο Χριστός προσήλονε τους οφθαλμούς του διά μέσου του διαφανούς αέρος επί της πορφυράς αλύσεως του Καρμήλου, εις τα δάση του οποίου ο Ηλίας είχεν εύρει κατοικίαν. Προς νότον, διακοπτομένη μόνον από την γλαφυράν κατατομήν του μικρού Ερμόν και του Γιλβοά, ηπλούτο πεδιάς του Εσδρακλόν, η τόσον αξιομνημόνευτος εν τη ιστορία της Παλαιστίνης και του κόσμου· διά της πεδιάδος ταύτης ειλίσσετο ο από νότου δρόμος προς την πόλιν εκείνην, ήτις υπήρξε το σφαγείον των προφητών, και όπου προέβλεπεν ίσως από τώρα ο Ιησούς, εις ένα προφητικόν δράμα, την αγωνίαν εν τω κήπω, τους εμπαιγμούς και τους εμπτυσμούς, τον σταυρόν και τον ακάνθινον στέφανον.