οποία είχε να διδάξη ήσαν βαθύτερα και πλέον παγκόσμια εν τη ηθική και κοινωνική σημασία των. Οιοιδήτοτε και αν ήσαν οι ακροαταί, οίτινες συνέρρεον εις το αυστηρόν ερημητήριόν του, η διδασκαλία του ήτο κατ' εξοχήν πρακτική, αλγεινώς ερευνητική της ανθρωπίνης καρδίας, πλήρης αφόβου παρρησίας. Και ούτω οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, γραμματείς και στρατιώται, ιερείς και λαϊκοί, έσπευδον ν' ακούσουν τους λόγους του. Το μέρος όπου εκήρυσσε ήτο η αγρία εκείνη έρημος, η ακαλλιέργητος και ακατοίκητος, ήτις εξετείνετο δυσμικώς από της Ιεριχούς και από των αβαθών μερών του Ιορδάνου μέχρι των ακτών της Νεκράς Θαλάσσης. Οι άβατοι βράχοι, οίτινες εδέσποζον του στενού του άγοντος από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ ήσαν κρησφύγετον επικινδύνων ληστών· τα άγρια θηρία και οι κροκόδειλοι δεν είχον εκλίπει ακόμη από τους καλαμώνας τους παρά τας όχθας του Ιορδάνου· αλλ' όμως τα πλήθη εξεπορεύοντο προς αυτόν πανταχόθεν, και από της ιεράς Ιερουσαλήμ και από της μειδιώσης Γαλιλαίας και από των περιχώρων του Ιορδάνου, όπως ενωτισθώσι του ήχου της αλλοκότου εκείνης φωνής. Και αι λέξεις της φωνής ταύτης ήσαν ωσεί σφυρίον θρυμματίζον τας μάλλον απολιθωμένας καρδίας, ήσαν ως μία φλοξ διατρυπώσα τας μάλλον ενδομύχους σκέψεις. Άνευ σκιάς εκφυλισμού, χωρίς τον ελάχιστον τόνον υποταγής, άνευ ενδοιασμών και άνευ φόβου, επετίμα τους τελώνας διά τας καταπιέσεις των· τους «στρατευομένους» διά την παράφορον βίαν των και διά τας παρανομίας των και διά την πλεονεξίαν των· τους πλουσίους Σαδδουκαίους και τους μεγαλοπρεπείς Φαρισαίους διά την προσήλωσίν των εις τους τύπους και διά την απιστίαν των, ήτις τους μετέβαλλεν εις «γεννήματα εχιδνών». Τον δε λαόν προειδοποίει ότι τα πολύτιμα προνόμιά του ήσαν κατά τι χειρότερον από μηδαμινά, αν τα εθεώρει άνευ μετανοίας άξια να τον προστατεύσουν από της μελλούσης οργής. Υπερηφανεύετο διά την πατριαρχικήν καταγωγήν του, έλεγεν ότι πατέρα είχε τον Αβραάμ· αλλ' ο Θεός, όπως είχε πλάσει εκ του χώματος τον Αδάμ, ούτω ηδύνατο εκ των λίθων εκείνων της ερήμου του Ιορδάνου να «εγείρη τέκνα τω Αβραάμ». Και οι ακροαταί ήκουον τον κήρυκα της αληθείας με συντετριμμένας καρδίας· και επειδή είχεν ορίσει το βάπτισμα ως σύμβολον της μετανοίας των και του εξαγνισμού των, «εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ' αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Είχεν όμως και άλλο τι να κηρύξη, ένα κήρυγμα πλέον παράδοξον και πλέον αυστηρόν, αλλά πλήρες ελπίδων· δι' εαυτόν δεν απήτει άλλο κύρος εκτός το του προδρόμου ενός άλλου· το βάπτισμά του το εθεώρει απλώς ως μύησιν εις την επικειμένην βασιλείαν των ουρανών. Όταν η πρεσβεία του Συνεδρίου, η εξ ιερέων και λευιτών το ηρώτησε τις ήτο, όταν όλος ο λαός διηρωτάτο ενδομύχως αν ήτο ο Χριστός, ο Ιωάννης ουδ' επί στιγμήν εδίστασε να είπη· ότι δεν ήτο ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε άλλος τις προφήτης. Ήτο «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», και ουδέν πλέον· αλλά μετ' αυτόν, – και ήτο τούτο η αναγγελία, ήτις συνεκλόνει βαθύτατα τας καρδίας τον ανθρώπων, – ήρχετο Είς, «ος έμπροσθεν μου γέγονε, ότι πρώτος μου ην» – Είς, ούτινος δεν ήτο ικανός, ίνα λύση