.
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу - страница 24
Και ήδη είχεν αρχίσει ν' ακούεται η Φωνή η εν τη ερήμω, ήτις συνεκίνει μέχρι των μιχιαιτάτων τας καρδίας του έθνους βοώσα: «Μετανοείτε και προσεύχεσθε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών!»
Ήτο εποχή μεταβατική, εποχή αβεβαιότητος, αμφιβολίας. Εις εκείνον τον κατακλυσμόν της γενικής διαφθοράς, εις το ναυάγιον των ιερών θεσμών, εις εκείνα τα μεγάλα νέφη τα οποία επυκνούντο συσκοτίζοντα ολονέν περισσότερον τον πολιτικόν ορίζοντα, εφαίνετο εις πολλούς ευσεβείς Ιουδαίους ότι επέκειτο η συντέλεια του κόσμου. Ήδη το σκήπτρον είχε ξεφύγει από τας χείρας της φυλής· ήδη το ισχυρόν αξίωμα και η κολοσσαία δύναμις του μεγάλου Αρχιερέως είχεν εκμηδενισθή προ των Ιδουμαίων τετραρχών ή των Ρωμαίων υπάτων· ήδη η καταπιεστική επίδρασις, η ασκουμένη επί του παρηκμακότος Συνεδρίου, ήτο εις χείρας ασυνειδήτων οπαδών της Ηρωδείου δυναστείας ή δολίων Σαδδουκαίων. Εφαίνετο ως να μη είχε μείνει τίποτε προς παρηγορίαν του έθνους, παρά η πίστις του μόνον προς τους μωσαϊκούς θεσμούς και αι ελπίδες τας οποίας ηδέως έθαλπε περί του ελευσομένου Μεσσίου. Εις εποχήν τόσον τεταραγμένην και τόσον ανήσυχον, – καθ' ην παν ό,τι παλαιόν παρήρχετο ανεπιστρεπτεί και παν ό,τι νέον εξηκολούθει να μένει άγνωστον, – εδικαιολογείτο κάλλιστα ο Φαρισαίος ζητών ευκαιρίαν προς επανάστασιν, και περισσότερον αυτού ο Εσσαίος ασπαζόμενος τον βίον τον μοναχικόν, τον βίον τον άγαμον, και βυθιζόμενος εις αγρίαν απομόνωσιν από της κοινωνίας. Υπήρχε γενική προσδοκία «της μελλούσης εκείνης οργής», ήτις έμελλε να είναι η ωδίς του τοκετού της ερχομένης βασιλείας, το σκότος το βαθύτατον το προ της αυγής. Ο κόσμος είχε γηράσει, και η ειδωλολατρεία εξώκειλεν εις μυσαράς καταχρήσεις. Η αθεΐα είχεν ως συνέπειαν την ηθικήν κατάπτωσιν, όπως συμβαίνει πάντοτε μεταξύ των εθνών. Η αδικία εφαίνετο ότι είχε πάρει ένα δρόμον αχαλίνωτον πλέον. Η φιλοσοφία η τόσα καυχηθείσα, ήτο τώρα η παρηγορία των ολίγων. Το έγκλημα ήτο παγκόσμιον, και δεν υπήρχε φάρμακον διά την φρίκην και τον όλεθρον που επροκάλει εις χιλιάδας καρδιών. Και αυτή η τύψις του συνειδότος είχεν εξαντληθή, ούτως ώστε η ανθρωπίνη φύσις «είχε διεξέλθει παν είδος κακίας». Ήτο μία πώρωσις καρδιών, μία απολίθωσις του ηθικού συναισθήματος, καταθλιπτική και πανίσχυρος, ως την εύρισκον και εκείνοι ακόμη όσοι έπασχον εξ αυτής. Και αυτός δε ο εθνικός κόσμος είχε τώρα την αμυδράν συναίσθησιν, ότι επέστη πλέον το πλήρωμα του χρόνου.
Εις τοιαύτας κρισίμους περιόδους η τάσις προς την ασκητικήν απομόνωσιν