Η τρικυμία. Уильям Шекспир

Чтение книги онлайн.

Читать онлайн книгу Η τρικυμία - Уильям Шекспир страница 3

Η τρικυμία - Уильям Шекспир

Скачать книгу

τον βασιλέα της Νεάπολης, τάζοντας του χρονικό δόσιμο και προσκύνημα, υποτάζοντας εις την κορώνα εκεινού το στεφάνι του, αναγκάζοντας την δουκαρχία, έως τότε ολόρθη, (αλλοίμονον, ταλαίπωρο Μιλάνο!) να σκύψη με μεγάλην ατιμία.

      ΜΙΡ. Ω Ουρανέ!

      ΠΡΟΣΠ. Σημείωσε τη συμφωνία, και ό,τι ακολούθησε, και έπειτα λέγε μου αν τούτος ήταν αδελφός.

      ΜΙΡ. Θ' αμάρταινα να μη στοχαστώ αξιόλογα για τη μητέρα σου· καλές λαγόνες έφεραν κακά τέκνα.

      ΠΡΟΣΠ Τώρα η συμφωνία. Ο Βασιλεύς της Νεάπολης, παλαιός εχθρός μου, στέργει στα ζητήματα του αδελφού μου· δηλαδή ότι σ' αμοιβή της προσκύνησης και του δοσίματος, τα οποία επροείπα, εκείνος αμέσως να με βγάλη σύρριζα από το κράτος μου, εμέ και το αίμα μου, και να παραδώση του αδελφού μου τωραίο Μιλάνο μ' όλες τες τιμές· σύμφωνα, αφού εμαζώχθηκε ένα προδοτικό στράτευμα, το διωρισμένο μεσανύκτι, ο Αντώνιος ανοίγει τες πύλες του Μιλάνου, και στη νεκρήν ώρα της νυκτός οι προσταγμένοι υπηρέτες γοργά μας άρπαξαν, εμέ και σένα όλη κλάυματα.

      ΜΙΡ. Ω! για τόνομα του Μεγαλοδύναμου! τα κλάυματα πώκαμα τότε δεν τα θυμάμαι· ας ματακλάψω τώρα· εκείνος ο στοχασμός με κάνει να δακρύσω.

      ΠΡΟΣΠ. Άκουσε ολίγο ακόμα, κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη.

      ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε;

      ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί. Ακριβή μου, δεν ετόλμησαν, (τόσην αγάπη μου είχε ο λαός μου), ούτε ηθέλησαν η πράξη τους να σημειωθή με το αίμα, αλλά με χρώματα ωραιότερα εζωγράφισαν τη μαύρη βουλή τους. Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

      ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε!

      ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανό – ενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση.

      ΜΙΡ. Πώς αράξαμε;

      ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι. Είχαμε κάμποση τροφή, και κάμποσο νερό, που ένας ευγενής Νεαπολίτης, λεγόμενος Γονζάλος (επιφορτισμένος τότε να εκτελέση όλο αυτό το σχέδιο) σπλαχνικά μας είχε δώσει, μαζή με λαμπρά φορέματα, πανικά, ρούχα, και άλλα χρειαζόμενα, που έως τώρα πολύ μας ωφέλησαν· ομοίως απ' αγαθοσύνη του, γνωρίζοντας πόσο εγώ αγαπούσα τα βιβλία μου, εκείνος μ' επρόβλεψε μέσ' από τη βιβλιοθήκη μου με βιβλία, που εγώ τιμώ περισσότερο από το θρονί μου.

      ΜΙΡ. Να έβλεπα έναν καιρό αυτόν τον άνθρωπο!

      ΠΡΟΣΠ. Τώρα σηκώνομαι. – Κάθου, και άκουσε το τέλος του θαλασσινού μας παραδαρμού. Εδώ, εις τούτο το νησί, εσωθήκαμε, κ' εδώ

Скачать книгу