Η τρικυμία. Уильям Шекспир
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Η τρικυμία - Уильям Шекспир страница 5
ΠΡΟΣΠ. Γόγγυζε ακόμη, και σχίζω ένα ιδρύ, και σε μπήχνω σφήνα στα καμπωτερά του σπλάχνα, να βοάς εκεί μέσα δώδεκα χειμώνες.
ΑΡΙΕΛ. Συγχώρησέ με, Κύριε. Θέλει προσέχω εις την προσταγή· και το πνευματικό μου έργο θέλει το κάνω ήμερα.
ΠΡΟΣΠ. Έτσι κάμε, και πάνω σε δύο ημέραις σε απολύω.
ΑΡΙΕΛ. Ιδού ο αγαθός Κύριος μου! Τι έχω να κάμω; λέγε τι; τι έχω να κάμω;
ΠΡΟΣΠ. Πήγαινε μορφώσου νύμφη θαλασσινή· ας μην είσαι υποκείμενος εις άλλην όραση παρά τη δική μου· αόρατος για κάθε άλλη κόρη οφθαλμού. Πήγαινε λάβε αυτό το σχήμα, και εις αυτό μέσα γύρισ' εδώ. Τρέχα με σπουδή. (Ο Άριελ βγαίνει). – Ξύπνα, καρδούλα μου, ξύπνα! εκοιμήθηκες αρκετά. Ξύπνα!
ΜΙΡ. Η παράδοξη ιστορία σου μου έφερε βάρος.
ΠΡΟΣΠ. Ξετίναξε το. Έλα, πάμε να εύρουμε τον δούλο μου, τον Κάλιμπαν, όπου δεν μας αποκραίνεται ποτέ ανθρωπινά.
ΜΙΡ. Εκείνος, αφέντη, είναι ένας αχρείος, που δεν μ' αρέσει να βλέπω.
ΠΡΟΣΠ. Αλλ' όποιος και αν είναι, πώς να τον υστερηθούμε; εκείνος μας ανάβει φωτιά, μας φέρνει ξύλα, μας κάνει αναγκαίες υπηρεσίες. Ε! σκλάβε! Κάλιμπαν! χώμα, που είσαι; ξεβουβάσου!
ΚΑΛΙΜΠ. (από μέσα). Μέσα είναι ξύλα αρκετά.
ΠΡΟΣΠ. Έβγα όξω, σου λέω· χρειάζεσαι γι' άλλη δουλειά. Έβγα, έβγα, χελώνα! Κ' έτσι;
(Γυρίζει ο ΑΡΙΕΛ ωσάν Θαλασσονύμφη).
ΠΡΟΣΠ. {Προς τον Άριελ). Ωραίο φάντασμα! χαριτωμένε μου Άριελ, αγροίκα εις το αυτί.
ΑΡΙΕΛ. Κύριέ μου, θέλει γένη. (Ο Άριελ βγαίνει).
ΠΡΟΣΠ. Ε! συ, φαρμακερέ αχρείε, γεννημένε από τον ίδιο Πειρασμό με την πονηρή μάννα σου, έβγα όξω!
(Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ).
ΚΑΛΙΜΠ. Όση ποτέ κακή δροσιά η μάννα μου ερράντισε με κοράκου φτερό μέσ' από θανάσιμη λίμνη, απάνου σας να στάξη! Πύρινη νοτιά να φυσήση κατά σας, να σας καταπληγώση!
ΠΡΟΣΠ. Για τούτα, που είπες, μείνε βέβαιος, βράδυ θέλει σου έρθουν μουδιάσματα, και στα νεφρά τόσα βελόνια, που να σου κλείσουν την αναπνοή· ίσκιοι, όσο διάστημα της νυκτός έχουν το ελεύθερο, δεν θα σου αφήσουν ανάπαψη· θα τσιμπηθής πυκνά πυκνά σαν την κηρήθρα, με τσιμπησιές αψύτερες από το κεντρί της μέλισσας, που την δουλεύει.
ΚΑΛΙΜΠ. Θα γιωματίσω. Τούτο το νησί είναι δικό μου· τώχω από την Συκόρακα τη μητέρα μου, και συ μου το πέρνεις. Ότι επρωτώρθες, μ' εχάιδεψες και με στοχάσθηκες πολύ· μου έδινες νερό με μούρες μέσα· και μου έδειχνες πώς να λέω το φως το μεγάλο, και πώς το μικρότερο, που καίνε την ημέρα και τη νύκτα· και τότε εγώ σ' αγάπησα, και σου εφανέρωσα όλα τα ιδιώματα του νησιού· τες γλυκές βρύσες, τα γλυφά πηγάδια, τους τόπους τους άκαρπους και τους καρπερούς· ανάθεμά με που έπραξα έτσι! – Τα μάγια όλα της Συκόρακας, ζάμπες, κανδηλοσβύστες, νυκτερίδες, απάνου σας να πέσουν! γιατί απ' όσους έχετε υπηκόους εγώ είμαι, που πρώτα ήμουν του εαυτού μου βασιλέας· και σεις με κλείτε γουρούνι μέσα σε τούτον τον άγριο βράχο, και μου κρατείτε το επίλοιπο νησί.
ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο, ψέμματα γιομάτο, οπού το δάρμα ακούς, όχι την καλοσύνη· λάσπη 'καθώς είσαι, εγώ εφέρθηκα