Η τρικυμία. Уильям Шекспир
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Η τρικυμία - Уильям Шекспир страница 4
ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα;
ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. Του βασιλέα ο υιός, ο Φερδινάνδος, μ' ολόρθα μαλλιά (καλάμια τότε, όχι μαλλιά), επρωτοπήδησε μέσα στο πέλαο φωνάζοντας. «άδειασ' η Κόλαση, κ' οι ευδαίμονες όλοι είναι δω μέσα».
ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;
ΑΡΙΕΛ. Σιμά τελείως, Κύριε μου.
ΠΡΟΣΠ. Αλλ' εσωθήκανε. Άριελ;
ΑΡΙΕΛ. Δεν εχάθη τρίχα. Τα φορέματά τους είν' απείραχτα, και λάμπουν καλύτερα παρά πρώτα· και, κατά την προσταγή σου, συντροφιές συντροφιές τους εσκόρπισα μέσα εις το νησί· έκαμα τον υιό του βασιλέα να βγη καταμόνας· τον άφησα που ανάσαινε με στεναγμούς, σε μίαν ανάποδη γωνιά του νησιού, καθούμενος, με τα χέρια λυπητερά, έτσι, σταυρωμένα.
ΠΡΟΣΠ. Το βασιλικό καράβι, τους ναύταις του, λέγε τι τους έκαμες, και τον επίλοιπο στόλο;
ΑΡΙΕΛ. Ακίνδυνα είν' αραγμένο το βασιλικό καράβι. Σ' εκείνον τον απόσκεπον λιμένα, απ' όπου ένα μεσανύκτι μ' εσήκωσες να πάω να σου φέρω δροσιά μέσ' απ' τες καταπολεμημένες Βέρμουθες, εκεί τόχω κρυμμένο· οι ναύταις κοίτοντ' όλοι πλαγιασμένοι αποκάτω εις το κατάστρωμα, γιατί από τον κόπο καταδυνατισμένους εύκολα μ' ένα μάγευμα τους αποκοίμισα· όσο για τάλλα καράβια, που 'χα περισκορπίσει, εματάσμιξαν όλα, και πλέουνε στα Μεσόγαια πέλαγα, κινημένοι θλιβερά προς την Νεάπολη, θαρρώντας πως είδαν του βασιλέα το καράβι καταποντισμένο, και το μέγα υποκείμενό του χαμένο.
ΠΡΟΣΠ. Άριελ, με ακρίβεια έκαμες το θέλημα· αλλά περισσεύει ακόμη δουλειά. Πόσο έχει η μέρα;
ΑΡΙΕΛ. Το μεσημέρι επέρασε.
ΠΡΟΣΠ. Από μίαν ώρα τολιγώτερο. Το διάστημα καιρού από τώρα έως τες έξη πρέπει να οικονομηθή από μας πολύτιμα.
ΑΡΙΕΛ. Άλλος κόπος πάλι; Αφού με κάνεις να κοπιάζω, ας σου θυμίσω κάνε κ' εγώ [εσύ] το τι μώταξες, και ακόμη δεν είδα.
ΠΡΟΣΠ. Γεια, γεια, βαργομάς: τι μπορείς να ζητάς;
ΑΡΙΕΛ. Την ελευθερία μου.
ΠΡΟΣΠ. Πριν αποσωθή ο καιρός; μην το ξαναπής.
ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο.
ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα;
ΑΡΙΕΛ. Όχι.
ΠΡΟΣΠ. Το λησμόνησες. και τώρα σου φαίνεται βαρύ να πατής την άμμο του πικρού πελάου, να πετάς αγνάντια στον δριμύν βορεινόν αέρα, να μου κάνης δουλειά μέσα στες φλέβες της γης, όταν την καίη το πάγος.
ΑΡΙΕΛ. Όχι, κύριε.
ΠΡΟΣΠ. Ψέμματα, πονηρό πράμμα. Λησμόνησες την μιαρή στρίγλα, την Συκόρακα, η οποία από τα γεράματα και από τον φθόνο είχε καταντήσει κουλούρα; την ελησμόνησες;
ΑΡΙΕΛ.