Λυσιστράτη. Аристофан
Чтение книги онлайн.
Читать онлайн книгу Λυσιστράτη - Аристофан страница 7
ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου).
ΑΥΛΑΙΑ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
{Η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ’ ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων και ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί και πύραυνον εις τας χείρας με άνθρακας ανημμένους.}
ΣΚΗΝΗ Α΄
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος,
κι αν τον ώμο σου τσακίζη της χλωρής εληάς το βάρος·
συφορές ο βίος έχει
που κανείς δεν τις παντέχει.
Ω Στρυμόδωρε!16 ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη,
πως θ’ ακούση τις γυναίκες,–που’ νε συφορά μεγάλη
του σπιτιού και φανερή,
και τις βόσκουμε οι μωροί,–
την Ακρόπολι να πιάσουν, και το άγαλμα ν’ αρπάξουν
της θεάς, και με τ’ αμπάρια τα προπύλαια να φράξουν;
Πάμε γρήγορα απάνω, ω Φιλούργε, ν’ ανεβούμε,
και να βάλουμ’ ένα γύρω όλα τούτα που κρατούμε,–
τα κλαδιά απ’ την εληά,
κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλειά,
μιά φωτιά ν’ ανάψουμ’ όλοι, σύμφωνοι και με μιά γνώμη,
και με τούτα μας τα χέρια να τις κάψουμεν ακόμη,
και του Λύκωνος17 πεό πρώτη τη γυναίκα. Όσο ζω,
μα τη Δήμητρα! δεν πρέπει να με πάρουν για χαζό.
Ουτ’ αυτός ο Κλεομένης18 που την είχε καταλάβη,
έφυγ’ από τούτην δίχως και κακή ποινή να λάβη·
αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια,
βγήκε και με δίχως όπλα και με φόρεμα κουρέλια,
λερωμένος και βρωμιάρης, κ’ έξη χρόνια να λουσθή,
και χωρίς να κουρευθή.
Τού ’στησαν πολιορία και τον έσφιξαν αυτού
δεκαφτά γραμμές στρατού,
που τις νύχτες εκοιμάτο
στα Προπύλαι’ από κάτω.
Τώρα που ’μ’ εδώ και πάλι,
στις εχθρές του Ευριπίδη19 κι όλων των θεών, μεγάλη
τιμωρία να τους δώσω,
τάχα δεν θα κατορθώσω;
Μήπως και στο Μαραθώνα
τρόπαιό μου δεν υπάρχει [που θα μείνη στον αιώνα;]
Αλλ’ αυτό το μέρος μένει απ’ το δρόμο ως εκεί–
τούτος ο ανηφοράκης,–κι ας τραβούμε βιαστικοί.
Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη
μονομιάς, χωρίς σαμάρι·
μολονότι αυτά τα ξύλα [απ’ το βάρος κι απ’ το δρόμο]
μου τσακίσανε τον ώμο.
Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε,
και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε,
μη τύχη και μας σβύση και τη χάσουμε,
όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε.
(φυσά εις το πύραυνον)
Φυ! φυ!
Πω, πω! καπνός, [βρε αδελφοί!]
Ω Ηρακλή μου! ο καπνός που απ’ τη χύτρα βγαίνει,
δαγκώνει μεσ’ στα μάτια μου σα σκύλλα λυσσασμένη.
16
Εκ του ονόματος τούτου ολόκληρον το ανωτέρω χορικόν ονομάζεται και «Στρυμόδωρος».
17
Ονομάζει ενταύθα γνωστήν εταίραν εν Αθήναις, Ροδίαν ονομαζομένην, μητέρα του Αυτολύκου και σύζυγον του Λύκωνος· «ώσπερ επί την Λύκωνος έρρει πας ανήρ» (Εύπολις).
18
Στρατηγός Λακεδαιμόνιος, εκστρατεύσας κατά της Αττικής κατέλαβε την Ακρόπολιν· πολιορκηθείς δε υπό των Αθηναίων ηναγκάσθη να εξέλθη υπό συνθήκην.
19
Ως γνωστόν ο Ευρυπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων αυτόν έλεγεν: «εν γε ταις τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη φιλογύνης».